- παρνασ(σ)ισμός
- οποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά την δεκαετία τού 1860 και κυριάρχησε ώς το τέλος τού 19ου αιώνα, αποτέλεσε τη γέφυρα ανάμεσα στον ρομαντισμό και στον συμβολισμό και αναζήτησε την ποιητική έμπνευση στους πολιτισμούς τής αρχαιότητας, κυρίως τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό, επιδιώκοντας την αυστηρή τήρηση τών ρυθμικών και στιχουργικών κανόνων και τών κανόνων τής ομοιοκαταληξίας, καθώς και την καλλιέργεια ισορροπημένου ποιητικού ύφους, ηχηρού και ρωμαλέου στίχου με άψογη μορφική επεξεργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. parnasse (< Παρνασ(σ)ός + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.